Ἡ αὐτοκτονία νοεῖται ὡς ἐκούσιος τερματισμός τῆς ζωῆς, ἐξαιτίας τῆς ἀπογνώσεως (ἀπελπισίας) πού προκύπτει ἀπό μία νομιζόμενη ἤ πραγματική ἀποτυχία.
Ἀποτελεῖ τήν πιό ἀκραία ἰδιοτελῆ κίνηση, χωρίς ἴχνος πίστεως πρός τόν Θεό καί χωρίς ἴχνος ἀγάπης πρός τόν πλησίον.
Δηλαδή, εἶναι μία πράξη ἄκρως ἐγωϊστική.
Κατά συνέπεια, ἡ καταδίκη τῆς αὐτοκτονίας ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι αὐτονόητη. Μάλιστα, ἐξαιτίας τοῦ ἀκραίου χαρακτῆρα της, εἶναι καί τό μοναδικό μή ἀναστρέψιμο θανάσιμο ἁμάρτημα.
Καί τοῦτο, γιατί ὁ ἄνθρωπος, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, μπορεῖ ὄχι μόνο νά καθαριστεῖ ἀπό τά ἄλλα θανάσιμα ἁμαρτήματα, διά τῆς μετανοίας, ἀλλά καί νά ἀνέλθει στήν κορυφή τῆς ἁγιότητας.
Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἀδύνατο νά γίνει γιά τόν αὐτοκτονοῦντα πιστό, ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος, ὅτι αὐτή (ἡ αὐτοκτονία) εἶναι ἡ τελευταία ἐκούσια πράξη του στήν παροῦσα ζωή.
Ἀποτελεῖ μία πράξη, ἡ ὁποία ἀρνεῖται πρακτικῶς, τόν Θεό, ὡς μοναδικό Κύριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ταυτόχρονα, ἀμφισβητεῖ στην πράξη τήν ἀγάπη καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν κάθε ἄνθρωπο.
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής Θεολογίας