• Ο Παπουλάκος. Αυγουστίνου Καντιώτη

    Ὁ Παπουλάκος
    (Μία ἁγία μὰ παραγκωνισμένη ἐκκλησιαστικὴ μορφὴ εἶνε ὁ Παπουλάκος, ἕνας ἁπλὸς ὀλιγογράμματος μοναχός, ποὺ ὅμως «πίστει» (Ἑβρ. 11,3 κ.ἑ.) ἀναδείχθηκε ἕνας νέος ἀπόστολος Χριστοῦ)


    Γεννήθηκε, ἀγαπητοί μου, τέλη τοῦ 1700 στὰ Ἄρμπουνα, ἕνα ἄσημο χωριὸ τῶν Καλαβρύτων, ποὺ θά ᾽λεγες «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;» (Ἰω. 1,47)• καὶ ὅμως ἀπὸ ἐκεῖ προ ῆλθε. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Χρῆστος Παναγιωτόπουλος. Εἶδε τὴν ἐπανάστασι τοῦ ᾽21 καὶ τοὺς μαχητὰς ἐκείνους ποὺ μὲ τὴν πίστι «ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβο λὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων» (Ἑβρ. 11,34) καὶ μᾶς ἐλευθέρωσαν.

              Συγκινημένος ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ περιπέτεια καὶ πικραμένος ἀπὸ οἰκογενειακὰ ἐπεισόδια, ζήτησε ἀνάπαυσι στὸ μοναχισμὸ καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Χριστοφόρος σὲ μιὰ πλαγιὰ τῶν Ἀροανίων. «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστὶ θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις» (ἀναβ. πλ. α΄)• ἤθελε μοναχικὴζωή. Ἀλλὰ οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄλλες.



    Τὸν ἐπισκέφθηκε ἐκεῖ ὁ Κεφαλονίτης Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, ἱδρυτὴς τῆς Ἀδελφότητος Φιλορθοδόξων καὶ συντάκτης τοῦ φυλλαδίου «Ἡ φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας». Ἦταν τότε Βαυαροκρατία κ᾽ ἡ Ὀρθοδοξία δεχόταν πλήγματα. Τὸ νεοσύστατο κράτος, ἀντὶ εὐχαριστῶ, ὑποδούλωνε τὴν εὐεργέτιδά του Ἐκκλησία. Σύμβουλοι ἀλλόδοξοι πλαισίωναν τὸν βασιλέα Ὄθωνα καὶ δρώντας παρασκηνιακὰ κυβερνοῦσαν. Οἱ τότε ἑλληνικὲς κυβερνήσεις ἦταν ἀνδρείκελα τῶν Βαυαρῶν. Μὲ διατάγματα καὶ νόμους ζητοῦσαν νὰ ἀλοιλώσουν ἤθη καὶ παραδόσεις τῶν Ἑλλήνων.


              Ἡ Ὀρθόδοξος πίστις μυκτηριζόταν. Τὰ παιδιὰ τοῦ Λουθήρου καὶ τοῦ Καλβίνου εἶχαν βάλει στόχο τὴν Ἐκκλησία μας. Τὰ μοναστήρια διαλύονταν,  οι μοναχοὶ  διώκονταν,  οι μοναχὲς ἀναγκάζονταν νὰ παντρευτοῦν, ἱερὰ σκεύη ἔβγαιναν σὲ δημοπρασία, καντήλια καὶ εἰκόνες ῥίχνον ταν κάτω. Ὅ,τι δὲν τόλμησαν οἱ ὀθωμανοί, τὰ ἔκαναν τώρα ὑ πάλληλοι τοῦ κράτους κατὰ διατα γὴ τῶν ξένων.



    Ἔκφρασι τοῦ πόνου γι᾽ αὐτὰ ἦταν τὸ κήρυγμα τοῦ Φλαμιάτου. Βλέποντας ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ἐκτὸς ἐλαχίστων εἶχαν τρομοκρατηθῆ κ᾽ ἐκτελοῦ σαν ὅ,τι διέταζαν οἱ μυστικοσύμβουλοι τοῦ Ὄθωνος, στράφηκε στὸ λαὸ καὶ εἶπε• Ἄντρες καὶ γυναῖκες βαπτισμένοι, ἐσεῖς εἶστε οἱ φρουροὶ τῆς μυστικῆς ἀμπέλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας• ἀναλάβετε τὴν φύλαξί της, ὁ ἀγώνας ἀρχίζει!
    Χρειάζονταν ὅμως στελέχη. Καὶ ὁ Φλαμιᾶτος ἔκρινε κατάλληλο τὸν Χριστοφόρο. Ὁ μοναχὸς ἔπρεπε ν᾽ ἀφήσῃ τὸ ἀσκηταριὸ καὶ νὰ βγῇ στὸν ἀγῶνα• γι᾽ αὐτὸ πῆγε καὶ τὸν βρῆκε ὁ Φλαμιᾶτος. Ἡ φωνὴ τοῦ Φλαμιάτου συγ κλόνισε τὸν ἀσκητή. Πειθαρχεῖ καὶ ῥίχνεται στὸν ἀγῶνα.
    Ἀρχίζει νὰ περιοδεύῃ καὶ νὰ κηρύττῃ.


    Τὸ κήρυγμά του ἔχει κάτι ἀπ᾽ τὸ κήρυγμα τῶν ἁλιέων τῆς Γαλιλαίας καὶ τοῦ ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Εἶχε Πνεῦμα ἅγιο. Δὲν προσωποληπτοῦσε. 


    Εἶχε ἀπόφασι νὰ μαρτυρήσῃ γιὰ τὴν ἀλήθεια,ὅπως ὁ Κύριος ποὺ εἶπε στὸν Πιλᾶτο «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω. 18,37).

    Ὁ λόγος του πυρακτωμένο σίδερο. Πεινοῦσε καὶ διψοῦσε «τὴν δικαιοσύνην»(Ματθ. 5,6). Ὅταν ἔβλεπε φιλαργύρους καὶ πλεονέκτες νὰ βασανίζουν τὸ φτωχὸ χειρότερα ἀπ᾽ ὅ,τι οἱ Τοῦρκοι, τοὺς στηλίτευε. Εἶστε φονιᾶδες, ἔλεγε, δίνετε μαχαιριὲς στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ᾽νε οἱ φτωχοί• σταυρωτές! κάθε ἀδικία εἶνε κ᾽ ἕνα καρφὶ στὰ πόδια Του… Ὅταν ἔβλεπε γραμματισμένους φερμένους ἀπ᾽ τὴ Δύσι νὰ περιφρονοῦν τὴν ὀρθόδοξο πίστι καὶ νὰ γίνωνται σκάνδαλο,
    ἔλεγε• «Τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν τόπο». Δὲν ὑπέφερε νὰ βλέ πῃ Χριστιανοὺς νὰ ὁρκίζωνται στὰ δικαστήρια• ὁ ὅρκος, ἔλεγε, εἶνε ἀντίθετος μὲ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ(βλ. Ματθ. 5,34).


    Ἦταν κατὰ τῶν διαζυγίων, τῆς πολυτελείας, τῆς κλοπῆς, τῆς μαγείας. Ὅσοι πᾶτε στοὺς μάγους, ἔλεγε, ἔχετε «λειψὴ τὴν πίστι». Πάνω ἀπ᾽ ὅλα τὸν συγκινοῦσε ἡ Ὀρθοδοξία. Γι᾽ αὐτὴν ζοῦσε κι ἀνέπνεε. Οἱ αἱρετικοί, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὶς ἀνώτερες θέσεις, ἦταν ἐπικίνδυνοι. Ἦταν λίγοι, μὰ μποροῦσαν• νὰ κάνουν μεγάλο κακό. Γι᾽ αὐ τοὺς ἔλεγε «Ἕνα ψωριασμένο γίδι φτάνει νὰ κολλήσῃ ὅλο τὸ κοπάδι».

    Τ᾽ ἀποτελέσματα ἦταν θαυμαστά• τὰ κλεμμένα ἐπιστρέφονταν, οἱ ὅρκοι σταματοῦσαν, οἱ μαγεῖες καταργοῦνταν, μαλωμένες οἰκογένειες συμφιλιώνονταν, χωρισμένα ἀντρόγυνα ἑνώνονταν, πλούσιοι ἄνοιγαν τὶς ἀποθῆ κες κ᾽ ἔδιναν στοὺς πεινασμένους. Κυριαρχοῦσε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πνοὴ τοῦ παναγίου Πνεύματος ἀναζωογονοῦσε τὶς ψυχές.

    Ἀλλὰ τὸ κήρυγμα αὐτὸ δὲν ἄρεσε στοὺς ἄρχοντες. Μὲ ἐγκύκλιο τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ ἀπαγορεύθηκε νὰ κηρύττῃ καὶ γύρισε στὸ ἀσκητήριό του. Ἡ φωνὴ ὡστόσο τοῦ χρέους δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο. Μιὰ νύχτα ἀφήνει πάλι τὸ ἐρημητήριο. Ἀρχίζει τὴν τελευταία –παράνομη γιὰ τὸν καίσαρα, εὐλογημένη ὅμως ἀπ᾽ τὸ Θεό– περιοδεία. Μόλις ἀκουγόταν πὼς ἔρχεται, ὁ λαὸς ἔβγαινε νὰ τὸν προϋπαντήσῃ.

    Ταπεινὸς καὶ μειλίχιος στὸ λόγο, ἀλλὰ ἄκαμπτος καὶ ἀσυμβίβαστος ὡς πρὸς τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀνέβαινε σὲ πρόχειρα βήματα καὶ δίδασκε. Ὁ λόγος του ἦταν νόμος, τοῦ εἶχαν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη. Εἶχε γίνει ἡ ἥρωας τοῦ λαοῦ. Περιοδεύοντας ἔφτασε στὴν Καλαμάτα. Τὸν ἀκολουθοῦσαν χιλιάδες. Σχηματίστηκε ἱερὰ λιτανεία. Προπορευόταν ἕνας πιστὸς κρατών τας τὸ σταυρό, ἀκολουθοῦσε κλῆρος καὶ λαὸς ψάλλοντας «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…».

    Αὐτὰ ἔφεραν μεγάλη ταραχὴ στοὺς κρατοῦντας. Διεβλήθη ὅτι συνωμοτεῖ κατὰ τοῦ καθεστῶ τος, ὅπως ὁ Χριστὸς κατὰ τοῦ καίσαρος. Παρουσίασαν τὸν ἄοπλο ὡς ἀρχηγὸ κινήματος, καὶ πρὸς καταστολὴν κίνησαν στρατὸ καὶ στόλο νὰ συλλάβῃ τὸν ἐπαναστάτη! Βρῆκε τότε καταφύγιο στὰ• σπήλαια τῆς Μάνης. Ἐκεῖ ἦταν ἀσύλληπτος ὅλη ἡ Μάνη τὸν φρουροῦσε.

    Ὁ ἱεραπόστολος τῆς Ὀρθοδοξίας ὅμως προδόθηκε, μπῆκαν σὲ ἐνέργεια τὰ τριάκοντα ἀρ γύρια. Ἰούδας γι᾽ αὐτὸν στάθηκε ἕνας ἱερεύς, ὁ παπα-Βασίλαρος, στὸν ὁποῖο τὸ κράτος ἔδωσε 6.000 χρυσὲς δραχμὲς ἀμοιβὴ γιὰ τὴν προδοσία. Ἔτσι ὁ Παπουλάκος συνελήφθη καὶ στὶς 27 Ἰουλίου τοῦ 1852 τὸν ἔρριξαν στὶς φυλακὲς τοῦ ῾Ρίο ἔξω ἀπ᾽ τὴν Πάτρα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο περίπου τὸν μετέφεραν σιδηροδέσμιο στὴν Ἀθήνα νὰ δικαστῇ. Ἀπ᾽ ὅπου περνοῦσε, ὁ λαὸς ὑποκλινόταν καὶ δεόταν.• Στὸ δικαστήριο ὁ πρόεδρος τὸν ρώτησε –Ποιόν διορίζεις συνήγορό σου; –Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι συνήγορός μου, ἀπαντᾷ. Τὸ ἀκροατήριο σείστηκε ἀπὸ συγκίνησι.• Ἡ δίκη ἦταν ἀδύνατον νὰ συνεχιστῇ θεωρήθηκε σκόπιμο ν᾽ ἀναβληθῇ.

    Εν τῷ μεταξὺ ἡ Ἱ. Σύνοδος, σύνοδος γραμματέων καὶ φαρισαίων, ὄργανο τῶν βαυαρῶν, συνεδρίασε καὶ ἐξώρισε τὸν Παπουλάκο στὴν Ἄνδρο, στὴ μονὴ Παναχράντου. Τὸν ἔκλεισαν σ᾽ ἕνα κελλὶ καὶ τὸν φρουροῦσε μέρα - νύχτα ἕνας χωροφύλακας. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ δὲν τὸν ξέχασαν. Ἀπ᾽ τὰ νησιά, τὰ παράλια τῆς Εὐβοίας, τὰ βου νὰ τῆς Μάνης, ἀπὸ πόλεις καὶ χωριὰ ἔρχονταν νὰ τὸν δοῦν καὶ ν᾽ ἀκούσουν τὸν γνήσιο κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου. Κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ κανένα, δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους πίσω ἀπ᾽ τὰ κάγκελλα τοῦ κελλιοῦ - τῆς• φυλακῆς του. Μὰ κι αὐτὸ ἀπαγορεύθηκε αὐτός, ὁ εὐεργετικώτερος Ἕλληνας, καταδικάστηκε σὲ τελεία ἀπομόνωσι.

    Στὸ διάστημα τῆς ἐξορίας του στὴν Ἄνδρο συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς. Τὸ 1854 πῆγε στὸ μοναστήρι ὁ νεοχειροτόνητος ἐπίσκοπος Ἄνδρου Μητροφάνης (Οἰκονομίδης), ποὺ ὁ Παπουλάκος τὸν ἤξερε ἀπὸ λαϊκό. Ἀτένισε λοιπὸν τὸ δεσπότη καὶ μὲ πόνο ἀλλὰ  καὶ μὲ τὴν ἄφοβη εἰλικρίνειά του εἶπε «Καὶ σύ, Μῆτρο, δεσπότης; Θὰ προκόψῃ ἡ Ἐκκλησία!». Ὁ ἀρχιερέας σήκωσε ἔξαλλος τὸ μπαστούνι του κ᾽ ἔδωσε ἀλλεπάλληλα χτυπήματα στὸν γέροντα. Ἔτσι  ἔδειξε ὅτι εἶνε δεσπότης! Ἑφτὰ χρόνια ἔμεινε φυλακισμένος ἐκεῖ ὁ Παπουλάκος.

    Τὰ τελευταῖα Χριστούγεννά του ἦταν τοῦ 1860. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες βάρυνε πιά. Ἔπεσε κλινήρης. Ἦταν ὅλο προσευχή, κατάνυξι, δάκρυα. Τὶς παραμονὲς τοῦ θανάτου του ὁ χωροφύλακας ποὺ τὸν φρουροῦσε  ἦρθε, γονάτισε μπροστά του καὶ εἶπε «Πάτερ μου, ἡ ζωή σου μὲ συγκίνησε. Δὲν γυρίζω πιὰ στὸν κόσμο θέλω νὰ γίνω μοναχὸς καὶ νὰ πάρω τὸ ὄνομά σου». Στὶς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 1861, ἑορτὴ τοῦ προμάχου τῆς Ὀρθοδοξίας ἁγ. Ἀθανασίου, ὁ νεώτερος πρόμαχός της στὴν Ἑλλάδα Χριστοφόρος Παπουλάκος παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Κύριο
    Πέρασαν, ἀγαπητοί μου, χρόνια ἀπὸ τότε ὀνόματα ὑπουργῶν κ᾽ ἐπισκόπων ξεχάστηκαν, μὰ ἡ δική του μνήμη δὲν ἔσβησε. Ἀκοῦς στὴν Πελοπόννησο «Αὐτὸ τό ᾽λεγε ὁ Παπουλάκος» διηγοῦν ται ἀνέκδοτα γι᾽ αὐτόν. Πράγματι «εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος»(Ψαλμ. 111,6). Καὶ μόνος του ὁ Παπουλάκος ἦταν ἡ ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία. Ἂν τὸν ἄφηναν ἐλεύθερο, θὰ γινόταν ἀναμορφωτὴς τῆς κοινωνίας μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ ἡρωική του φυσιογνωμία προβάλλει καὶ πάλι. Παπουλάκος! τύπος ἀποστολικοῦ κήρυκος, θρῦλος, ἔμβλημα ἀγώνων, ἅγιος! Ἂς τιμηθῇ λοιπὸν ἡ μορφή του ὅπως ἁρμόζει.

    (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος